- Στάννιους
- ο Νφρ. «σωματίδιο τού Στάννιους»βιολ. ενδοκρινής αδένας που είναι χαρακτηριστικός ορισμένων οστεοϊχθύων και βρίσκεται ραχιαία επάνω ή μέσα στον νεφρό ή είναι συνδεδεμένος με τον μεσονεφρικό αγωγό τού Βολφ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.